- ακούω
- άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά.2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός).3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι θα 'χουμε σύντομα εκλογές.4. υπακούω: Αυτό το παιδί δεν ακούει τους γονείς του.5. πείθομαι: Άκουσέ με και δε θα μετανιώσεις.6. το παθ., ακού(γ)ομαι φημίζομαι, βρίσκομαι σε καλή οικονομική κατάσταση: Αυτός ο δικηγόρος είναι ακουσμένος. – Τελευταία ακούγεται καλά αυτός.7. φρ.: «Aυτά τ' ακούω βερεσέ», δεν τα λαβαίνω υπόψη μου· «Aκούς εκεί», για άκουσε, σκέψου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.